πολυσαπροβιότοπος

πολυσαπροβιότοπος
ο, Ν
βιολ. υδάτινο περιβάλλον με μεγάλο ποσοστό μόλυνσης από οργανικό υλικό, με λίγο ή καθόλου διαλυμένο οξυγόνο και με άφθονα βακτήρια, όπου σχηματίζονται σουλφίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polysaprobic (< πολυ-* + σαπρός + βιότοπος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”